- μυρηρᾶς
- μυρηρόςof sweet oilfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυρηρός — μυρηρός, ά, όν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μύρο ή αυτός που χρησιμοποιείται ως δοχείο μύρου («τῆς μυρηρᾱς ληκύθου», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + κατάλ. ηρός (πρβλ. ελαι ηρός)] … Dictionary of Greek